- ημιτροπία
- Φαινόμενο δίδυμου σχηματισμού κρυσταλλικών μορφών, κατά το οποίο δύο όμοιοι κρύσταλλοι είναι έτσι ενωμένοι, ώστε ο ένας να έχει στραφεί ως προς τον άλλο κατά 180°, δηλαδή κατά μισή στροφή. Ο άξονας γύρω από τον οποίο γίνεται η περιστροφή λέγεται άξονας η. Οι τρόποι συνένωσης των ομοίων κρυστάλλων είναι πολλοί, γιατί μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία ημιτροπικού διδύμου διάφορα επίπεδα σύμφυσης και διάφοροι άξονες περιστροφής. Ημιτροπικές μορφές παρουσιάζουν πολλά ορυκτά, όπως o ασβεστίτης, o γύψος, ο αραγονίτης, ο σιδηροπυρίτης κ.ά.
* * *η(ορυκτ.) περίπτωση δίδυμων ή και πολύδυμων ως προς άξονα συμμετρίας κρυσταλλικών μορφών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hemitropie < hemi- (πρβλ. ημι-) + -tropie (πρβλ. -τροπια < -τρoπος < τρόπος)].
Dictionary of Greek. 2013.